αδαμαντοπώλης

αδαμαντοπώλης
ο
πωλητής, έμπορος διαμαντιών και άλλων πολύτιμων λίθων, καθώς και τιμαλφών, κοσμηματοπώλης, χρυσοχόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + -πώλης < πωλώ.
ΠΑΡ. αδαμαντοπωλείο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδαμαντοπώλης — ο αυτός που πουλάει διαμαντικά ή άλλες πολύτιμες πέτρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδάμας — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.391 κάτ.) της Μήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων. * * * ( αντος), ο (Α ἀδάμας) κρυσταλλικός πολύτιμος λίθος με μεγάλη σκληρότητα και λάμψη (αλλιώς διαμάντι, διαμαντόπετρα)… …   Dictionary of Greek

  • αδαμαντοπωλείο — το [αδαμαντοπώλης] κατάστημα στο οποίο πωλούνται αδαμαντοποίκιλτα κοσμήματα, κοσμηματοπωλείο, χρυσοχοείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”